- αμπελοκτήμονας
- οο αμπελοκτηματίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμπελοκτήμων < άμπελος + -κτήμων < κτήμα < κτώμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άμπελος — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, στον σημερινό νομό Λασιθίου. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και μικρό νησί στον Κορινθιακό κόλπο, στο εσωτερικό του κόλπου της Αντίπυρας. Έτσι ονομάζεται επίσης και ένα ακρωτήριο στη Χαλκιδική. II Όνομα μυθολογικών… … Dictionary of Greek
αμπελάς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 147 κάτ.) της Πάρου. Βρίσκεται στα βόρεια παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πάρου του νομού Κυκλάδων. * * * ο [αμπέλι] 1. ιδιοκτήτης πολλών αμπελώνων, αμπελοκτήμονας 2. γεωργός που ασχολείται ειδικά … Dictionary of Greek